Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2007

Η Παλινόρθωση του Μέίτζι - 4

Η μεγάλη εσωτερική νησιωτική γέφυρα Seto
Η παραδοσιακή ερμηνεία της επιτυχούς και ταχείας εκβιομηχάνισης της Ιαπωνίας ηχεί επαινετική, μετριασμένη όμως κατά τι από την απέχθεια για το σκοτεινό κι έντονα εθνικιστικό ακομπανιαμέντο, την αδίστακτη ορμή που προσέδωσε στην αναπτυξιακή διαδικασία νόημα κι επείγοντα χαρακτήρα. Ήταν η πρώτη μη δυτική χώρα που εκβιομηχανίστηκε κι ακόμη παραμένει παράδειγμα για όσους αναπτύχθηκαν αργότερα. Άλλες χώρες έστειλαν τους νέους τους στο εξωτερικό να διδαχθούν τους νέους τρόπους και τους έχασαν. Οι Ιάπωνες επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Άλλες χώρες έφεραν ξένους τεχνικούς για να διδαχθούν οι άνθρωποί τους από αυτούς. Οι Ιάπωνες είναι κυρίως αυτοδίδακτοι. Άλλες χώρες εισήγαγαν ξένο μηχανικό εξοπλισμό κι έκαναν το καλύτερο δυνατό για να τον αξιοποιήσουν. Οι Ιάπωνες τον τροποποίησαν, τον βελτίωσαν και τον κατασκεύασαν μόνοι τους. Άλλες χώρες μπορεί, για τους δικούς τους ιστορικούς λόγους, να απεχθάνονται τους Ιάπωνες ( σε πόσους Λατινοαμερικάνους αρέσουν οι γκρίνγκος ), αλλά τους φθονούν και τους θαυμάζουν επίσης.
Είναι μια ιστορία καλή, μέχρι και διδακτική. Ωστόσο, μια πλευρά του Ιαπωνικού επιτεύγματος δεν έχει προσελκύσει την προσοχή των επαινούντων ιστορικών : Η οδύνη και το κόστος που κατέστησαν δυνατό αυτό το επίτευγμα.
Το ιστορικό της πρώιμης εκβιομηχάνισης είναι απαράλλακτο παντού : Σκληρή εργασία έναντι χαμηλής αμοιβής, για να μην αναφέρουμε την εκμετάλλευση. Χρησιμοποιώ αυτή τη τελευταία λέξη όχι με την μαρξική έννοια της απλήρωτης εργασίας ( πως αλλιώς θα έπαιρνε το κεφάλαιο τη δική του ανταμοιβή ) αλλά με τη σημαντική έννοια της αναγκαστικής εργασίας ανθρώπων που δεν μπορούσαν να πουν όχι. Γυναικών και παιδιών, κατά συνέπεια σκλάβων κι ανθρώπων που βρίσκονταν σε κατάσταση ημι - δουλείας ( ακούσια μαθητειακή εργασία ) .
Επί παραδείγματι, η βιβλιογραφία περί της βρετανικής βιομηχανικής επανάστασης είναι πλήρης από εξιστορήσεις κακοποίησης ιδίως εκείνων που αποκαλούνταν συλλογικά μαθητευόμενοι και οι οποίοι στελνόταν στα κλωστοϋφαντουργεία για ν' αλαφρώσουν τους φορολογούμενους από τα οικονομικά βάρη της κοινωνικής πρόνοιας. Κι όχι μόνο στα εργοστάσια. Τα ορυχεία ήταν τόποι διαβόητα σκληρής εργασίας. Το ίδιο ίσχυε και σε πολλά μικρά μεταλλουργικά εργαστήρια ακόμη και σε οικοτεχνίες. " Όταν ήμουν πέντε χρονών, η μητέρα μου με πήγε στο σχολείο που μάθαιναν πώς να φτιάχνουν δαντέλες ( το καθετί μπορούσε να ονομαστεί σχολείο ) κι έδωσε στη δασκάλα ένα σελίνι. Με δίδαξε μισή ώρα, χτύπησε το κεφάλι μου έξι φορές κι έτριψε τη μύτη μου πάνω στις βελόνες ". Επόπτες εργασίας και γονείς συνεργούσαν σ' αυτή τη πρόωρη σκλαβιά : " Τα έξη είναι η καλύτερη ηλικία, μπορείς να τα χτυπάς καλύτερα μετά τα έξι. Εάν καθυστερούν, χαζεύοντας στους δρόμους, τότε έχουν το μυαλό τους συνέχεια στο δρόμο".
Κι όσο πιο φοβισμένα είναι τα παιδιά τόσο το καλύτερο, με τα λόγια του τραγουδιού της μικρής δαντελούς :
Σήμερα έπλεξα τρεις βελόνες
Και τι νομίζετε πως η μάνα μου θα πει ;
Όταν μάθει πως δεν έπλεξα πιο πολύ
Θα μ' αρπάξει από το μαλλί
Κι έξω θα με πετάξει
Το σπίτι μου δεν θα το ξαναδώ.
Η πιο συχνή νόσος αυτών των αξιοθρήνητα δυστυχισμένων παιδιών ήταν η νεύρωση του στομάχου. Δεν είναι ν' απορεί κανείς που πολλά γίνονται θύματα σεξουαλικής κακοποίησης που κατέληγαν στην πορνεία. Η πορνεία φαινόταν σαν καλύτερη κατάσταση.
Το υψηλό κοινωνικό κόστος της βρετανικής εκβιομηχάνισης αντανακλά το σοκ της έλλειψης προετοιμασίας και της περίεργης αντίληψης ότι οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας απέρρεαν από μια εκούσια συμφωνία μεταξύ ελεύθερων συμβαλλομένων. Μόνον όταν οι βρετανοί ξεπέρασαν αυτές τις αυταπάτες πρώτα σε σχέση με τα παιδιά και μετά με τις γυναίκες, μπόρεσαν να παρέμβουν στον τόπο εργασίας και να εφαρμόσουν προστατευτική νομοθεσία. Όταν αποφάσισαν να το κάνουν, τα κατέγραψαν όλα, έτσι που οι κοινωνιολόγοι ιστορικοί να διαθέτουν μια βιβλιοθήκη εκθέσεων και μαρτυριών για να εργαστούν. Ήταν η κατάσταση στην Αγγλία τόσο άσχημη όσο περιγράφουν αυτά τα αρχεία ; Ή απλώς έχουμε πιο πλούσια αρχεία ;
Οι ευρωπαϊκές χώρες που ακολούθησαν την Αγγλία στο δρόμο της σύγχρονης βιομηχανίας έχουν κι αυτές τα δικά τους προβλήματα σχετικά με την εργασία και τα δικά τους σκάνδαλα, αν και είναι λιγότερο σοβαρά, κυρίως διότι είχαν προειδοποιηθεί και ήταν σε θέση να εφαρμόσουν εκ των προτέρων προστατευτικές ρυθμίσεις. Συγκριτικά, η Ιαπωνία έσπευσε να υιοθετήσει ένα τραχύ, αχαλίνωτο καπιταλισμό. Όπως και στην Αγγλία, αλλά ακόμη πιο πολύ, η οικοτεχνία ήταν ήδη η σκηνή της πιο αισχρής εκμετάλλευσης. Οι Ιάπωνες εργαζόμενοι στο σπίτι ήταν ικανοί και πρόθυμοι να ασχολούνται επί ώρες με μια κοπιαστική, μονότονη εργασία που θα είχε οδηγήσει και τον πιο πειθήνιο Άγγλο κλώστη ή βελονοποιό σε παροξυσμική εξέγερση. Οι Ιάπωνες δεν είχαν μέρα ανάπαυσης, ούτε Σάββατο.
Η απάντηση γι' αυτή τη συμπεριφορά βρίσκεται εν μέρει σε μια πιο έντονη αίσθηση της ομαδικής υπευθυνότητας. Ο νωθρός, ικανοποιημένος από τον εαυτό του εργάτης δεν θα έβλαπτε μόνο τον εαυτό του αλλά και την υπόλοιπη οικογένεια. Και το έθνος, μην ξεχνάτε το έθνος. Οι περισσότεροι Ιάπωνες χωρικοί κι εργάτες δεν διακατεχόταν ανέκαθεν από τέτοιου τύπου συναισθήματα. Υπό το καθεστώς των Τοκουγκάβα, η έννοια του έθνους απαντά σπανίως. Αυτό ήταν το πρωταρχικό έργο του νέου αυτοκρατορικού κράτους. Να διαποτίσει τους υπηκόους του με την αίσθηση του ανώτερου καθήκοντος έναντι του αυτοκράτορα και της χώρας και να συνδέσει αυτόν τον πατριωτισμό με την εργασία. Μεγάλο μέρος του σχολικού χρόνου αφιερωνόταν στη μελέτη της ηθικής. Σε μια χώρα χωρίς κανονική θρησκευτική κατήχηση και τελετουργίες, το σχολείο ήταν ο ναός της αρετής και της ηθικότητας. Όπως το διατύπωνε ένα σχολικό εγχειρίδιο της δεκαετίας του 1930 : " Ο ευκολότερος τρόπος να ασκήσει κανείς τον πατριωτισμό του είναι να ασκεί την πειθαρχία στην καθημερινή ζωή, να διατηρεί την τάξη στην οικογένειά του και να εκτελεί με πλήρη υπευθυνότητα την εργασία του ". Επίσης να κάνει οικονομίες και να μην είναι σπάταλος.

Παραδοσιακό αγροτικό σπίτι στο Gifu, Νησί Χονσού
Ιδού λοιπόν μια ιαπωνική παραλλαγή της προτεσταντικής ηθικής του Βέμπερ και μάλιστα πιο αποτελεσματική, διότι αντικατέστησε πολύ επιτυχημένα τις αταβιστικές ανησυχίες των χωρικών. Ο κλασικός χωρικός είναι ένας φιλάργυρος που εξοικονομεί τα πάντα κι ανάλογα κάνει σχέδια, διαμορφώνει τις προοπτικές και εργάζεται. Ζει για την εργασία και μέσω της εργασίας αβγατίζει τα υπάρχοντά του κι αυτός είναι ο λόγος της ύπαρξής του.
Οι Ιάπωνες ώθησαν αυτή τη νοοτροπία των χωρικών στα όριά της. Τα παλιά χρόνια, η Ιαπωνία ήταν μια πολύ φτωχή κοινωνία, που συνθλιβόταν από τα πολύ φτωχικά μέσα επιβίωσης. Οι κάτοικοί της ζούσαν με ρύζι ή, στα πιο κρύα κλίματα, με κεχρί και φαγόπυρο. Το διάταγμα Κέιαν του 1649 απαγόρευε στους χωρικούς να τρέφονται με το ρύζι που καλλιεργούσαν, διατάζοντάς τους να ζουν με " λαχανικά, κεχρί κι άλλα χονδρόκοκκα τρόφιμα ". Κατανάλωναν ελάχιστες ζωικές πρωτείνες, ίσως κανένα κοτόπουλο και θαλασσινά. Όπως επίσης ελάχιστα ψάρια καθώς και απορρίμματα του ωκεανού : φύκια, πλαγκτόν, μικρά πλάσματα που ξέβραζε η παλίρροια. Ακόμη και σήμερα, οι Ιάπωνες επιδεικνύουν μια ευρύτητα γούστου που μαρτυρεί τη στέρηση και τον αυτοσχεδιασμό των παλαιότερων εποχών.
Τα πάντα είχαν σημασία, μετρούσαν. Έπρεπε ν' ανακουφιστείς ; Έπρεπε να τρέξεις στο σπίτι σου, στη δική σου γη. Καταμερισμός της εργασίας ; Ο χρόνος και η εργασία της μητέρας ήταν εξαιρετικά πολύτιμος για να σπαταλιέται στα μωρά και στην αυτοϊκανοποίηση, όρθια μετά τη γέννα ! Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούσαν να φροντίσουν τα μικρότερα. Τα μικρά παιδιά μάθαιναν από νωρίς να εκτελούν ελαφριές βιομηχανικές εργασίες. Οι πιο μικρές κλωστές, ακόμη και τα ξέφτια, μπορούσαν να εξοικονομηθούν και να πουληθούν στους ρακοσυλλέκτες για ελάχιστα σεν ( 100 σεν = 1 γιεν ). Οι ηλικιωμένοι, που ήταν τόσο πολύ γερασμένοι ώστε δεν μπορούσαν να εργαστούν, ισοδυναμούσαν με στόματα που έπρεπε να τραφούν. Καλύτερα ήταν να συναντήσουν τους προγόνους. Τέτοια νοικοκυριά έμοιαζαν με μινιατούρες κλωστοϋφαντουργικών εργοστασίων, ένα ορυχείο κέρδους για τον ενεργητικό έμπορο που τους έδινε την πρώτη ύλη κι αγόραζε την παραγωγή τους.
Ξέρουμε την προσωπική ιστορία μιας πολύ σκληρά εργαζόμενης γυναίκας, μιας ορφανής που την πάντρεψαν μ' έναν έξυπνο χωρικό ο οποίος ήθελε να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία και χρειαζόταν μια σύζυγο *. Δεν πρόσφερε τίποτα στο γάμο, εκτός από την εξαίρεση από τη στρατιωτική θητεία, τη δύναμη να βγάζει νερό από ένα πηγάδι 28 μ. βαθύ, μια ασυνήθιστη ικανότητα των χεριών και την ταπεινότητα και την υπομονή μιας αγίας μπροστά στη διαβολική πεθερά. Ο πεθερός της ζούσε μόνο για τη δουλειά : " Δεν επιθυμώ να δω τίποτα. Δεν έχω άλλες απασχολήσεις. Η μόνη ευχαρίστηση που έχω στη ζωή μου είναι να κάνω το έδαφος να παράγει καλύτερες σοδειές ".
* Η ιστορία φτάνει ως εμάς με δραματοποιημένη μορφή. Το πεζό ποίημα Βλαστάρια στο βούρκο της Γιαμασίρο Τομόε, μιας αριστερής αγωνίστριας για την αγροτική μεταρρύθμιση που παντρεύτηκε ένα μαρξιστή οργανωτή των εργατών και φυλακίστηκε από το 1940 έως το 1945 γιατί " ενεφορείτο από επικίνδυνες ιδέες ". Προφανώς, στη φυλακή πληροφορήθηκε την ιστορία αυτής της γυναίκας και το βιβλίο αξίζει μεγαλύτερη προσοχή από τους μελετητές της Ιαπωνικής οικονομικής ιστορίας.

Εσωτερικό παραδοσιακής κατοικίας
Χωρίς καρφιά, οι στέγες σταθεροποιούνται και συγκρατούνται με σχοινιά.
Τα μνημεία της UNESCO , Τ. 29, Δομή 1999

Η πεθερά της της είπε ορθά κοφτά ότι έπρεπε να κερδίσει το ψωμί που έτρωγε. " Δεν σκοπεύω να δουλεύω σκληρά εγώ η ίδια και να σε αφήνω εσένα, τη νεαρή σύζυγο, να περνάς ευχάριστα το χρόνο σου. Τώρα που έχεις μπει στην οικογένειά μας, θέλω να δουλεύεις σκληρά, να ζεις μετρημένα και να κάνεις οικονομίες όπως εγώ." Τη βάλανε να δουλεύει στον αργαλειό, να υφαίνει ύφασμα για τον έμπορο, κι αυτή κι οι τρεις κουνιάδες της δούλευαν τις σαΐτες γρήγορα σαν τον άνεμο από τα χαράματα, πριν ακόμη φωτίσει, μέχρι τα μεσάνυχτα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, με κρύο και με ζέστη. Δεν είχαν Σάββατο, ούτε μέρα σχόλης. Δεν είχαν καν χρόνο να συγυρίσουν. " Εδώ δεν είναι ούτε εκκλησία ούτε ιατρείο " τις κατσάδιαζε η μέγαιρα. " Εάν έχετε χρόνο για να καθαρίζετε το σπίτι, πηγαίνετε έξω και δουλέψτε." Κι αυτές δούλευαν. Τρία τόπια μονόχρωμου, γραμμωτού υφάσματος την ημέρα. Κανένας Άγγλος υφαντής δεν είχε καν πλησιάσει τέτοια παραγωγή.
Όταν η νύφη γέννησε, κανείς δεν την φρόντισε. Όχι τρεις μέρες στο κρεβάτι. Ένα κομμάτι τουρσί για να την κρατήσει και δρόμο για τη δουλειά. Και κανείς δεν της είπε ότι τάχε καταφέρει περίφημα. Οι μανάδες γι' αυτό είναι. Έτσι η νεαρή μητέρα έτρωγε ένα γεύμα την ημέρα κι όταν θήλαζε το μωρό της, η πεθερά της μουρμούριζε για τον χαμένο χρόνο. " Σιχαίνομαι να βλέπω μια νεαρή σύζυγο να χάνει τον χρόνο της ταΐζοντας το μωρό. Μπορούσε να δουλεύει στον αργαλειό και να βγάζει μερικά χρήματα". Έπρεπε να χρησιμοποιεί καλύτερα το χρόνο της και ποιος νοιαζόταν εάν δεν μπορούσε να πλένεται ή να πλένει τα ρούχα της ( οι Ιάπωνες είναι πασίγνωστοι με το πάθος τους για την καθαριότητα ). Και τι πείραζε που τα εσώρουχά της ήταν λερωμένα ; Ο σύζυγός της τώρα έλειπε, υπηρετώντας ως συνοριακός φρουρός στη βόρεια Κορέα , για να κερδίσει μια από κείνες τις πενιχρές συντάξεις που ήταν το όνειρο των οικογενειών των φτωχών χωρικών. Δεν ήταν ανάγκη νάναι σχολαστική. Ο σύζυγος φεύγοντας δεν της είπε πόσο χρόνο θα έλειπε. Έλειψε είκοσι τέσσερα χρόνια.
Έτσι η οικογένεια εξοικονομούσε σεν κι ο έμπορος - βιομήχανος έβγαζε γιεν κι η ιαπωνική κλωστοϋφαντουργία ανθούσε. Κι ήλθε η μέρα που η οικογένεια είχε βάλει στην άκρη αρκετά χρήματα για να ξαναχτίσει το σπίτι, με κεραμοσκεπή αυτή τη φορά. Στο κάτω κάτω τι είναι πιο σημαντικό από το σπίτι ; " Το σπίτι καθορίζει τη θέση της οικογένειας στην κοινωνία. Καθορίζει την αξία του ατόμου." Και η νύφη ύφαινε συνέχεια, μόνη τώρα γιατί οι κουνιάδες της είχαν παντρευτεί. Κι όλο αδυνάτιζε, διότι έπρεπε να δουλεύει για τέσσερις και το να τρως ήταν σπατάλη χρόνου. Ο γιός της μεγάλωσε και ήταν μια γλυκιά παρηγοριά, γιατί ο άντρας της μακριά στην Κορέα, την είχε ξεχάσει.
Στη συνέχεια, το αγόρι πήγε στο σχολείο και η μητέρα ποτέ δεν είχε χρόνο να το δει στις αθλητικές εκδηλώσεις ή στα σχολικά θεατρικά, διότι αυτό σήμαινε ότι θα ξεκολλούσε από τον αργαλειό. Κι όταν οι δάσκαλοι επισκέπτονταν το σπίτι, η πεθερά της έλεγε να καθίσει στο πίσω δωμάτιο, γιατί, το μόνο που ήξερε, ήταν να υφαίνει και θα στεναχωρούσε το αγόρι εάν μιλούσε στους δασκάλους. Μετά το αγόρι τέλειωσε το σχολείο και τραγούδησε μαζί με τα' άλλα παιδιά : " Τίποτα δεν μοιάζει με την ευτυχία που νοιώθουμε ! " Αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που η μητέρα πήγε στο σχολείο, μια άνοιξη που η αυλή ήταν γεμάτη από ανθισμένες ροδακινιές. Μετά από αυτό, η μητέρα δάκρυζε όταν έβλεπε ανθισμένες ροδακινιές και θυμόταν το τραγούδι της αποφοίτησης του γιου της.
Έτσι η μητέρα ύφαινε κι ο έμπορος αγόραζε κι η πεθερά έκανε οικονομίες και η κλωστοϋφαντουργία ευημερούσε. Κι ο γιός της πήγε στο γυμνάσιο επειδή αυτό ήθελε ο πατέρας του που ήταν αξιωματικός της αστυνομίας στην Κορέα. Και η μητέρα τον είδε να φεύγει και σκαρφάλωσε πέρα από την αυλόπορτα, έβαλε το κεφάλι της πάνω στη σιδηροτροχιά για ν' ακούσει το αγκομαχητό του τραίνου που απομακρυνόταν, αφού το είχε χάσει από τα μάτια της.

Η παραδοσιακή εστία βρίσκεται στο κέντρο της κατοικίας
Τα μνημεία της UNESCO , Τ. 29, Δομή 1999

Κι ο άντρας της ακόμη δεν είχε επιστρέψει. Δεν θα είχε το προνόμιο να χτίσει το καινούργιο σπίτι. Έτσι εκείνοι προχώρησαν κι έχτισαν το σπίτι όπως - όπως και οι συγγενείς έφεραν δώρα και η πεθερά χαμογελούσε. Ο γαμπρός από την αδελφή της, ένας πλούσιος πωλητής βοδιών, της έφερε πολλά πράγματα και ταυτόχρονα άδραξε την ευκαιρία για να τα πει στην ηλικιωμένη γυναίκα ένα χεράκι : " Εσύ γριά δεν πέθανες ακόμα ; Ποτέ δεν έκανες πολλά, της είπε. Η νύφη σου έβγαλε τα χρήματα, αγόρασε τους ορυζώνες, πλήρωσε για το σπίτι." Η γυναίκα γέλασε κι ένευσε καταφατικά κι ο πωλητής βοδιών φώναξε : Ευλογία, είναι κουφή ! ". Και τότε η γριά γυναίκα τα επανέλαβε όλα στη γυναίκα του εγγονού της, την υφάντρα : " Άκουσες τι μου είπε ; αυτό με κάνει να νοιώθω άσχημα." Η νύφη της την παρηγόρησε κι αμέσως μετά η γιαγιά πέθανε. Έμοιαζε με ξεραμένο δέντρο.
Και μετά ο σύζυγος Ουίτσι επέστρεψε κι έχτισε μια προσθήκη στο σπίτι. Μετά άρχισε να μένει στην πόλη, όλο και περισσότερο μακριά από το σπίτι. Τα κουτσομπολιά έλεγαν ότι μένει με μια γυναίκα και βγήκαν αληθινά. Η γυναίκα του Ουϊτσι φοβόταν να ρωτήσει - αυτός αρπαζόταν αμέσως - αλλά σε μια κοινότητα όπως αυτή ενός χωριού τέτοια πράγματα δεν μπορούσαν να μείνουν μυστικά.
Ούτε ο Ουϊτσι έκανε καμιά προσπάθεια να το κρύψει. Είχε γνωρίσει την γυναίκα στην Κορέα. Ήταν Γιαπωνέζα και την είχαν στείλει στην Κορέα να δουλέψει σα " συνοδός". Εκεί, ένας εξέχων κυβερνητικός αξιωματούχος την είχε ερωμένη του κι αυτή είχε πλουτίσει και είχε κάνει και την οικογένειά της πλούσια από τα δικά της κέρδη. Τώρα ήταν φιλενάδα του Ουϊτσι, με τα μεταξωτά της κιμονό, ένα για κάθε μέρα και τα μεταξωτά της σεντόνια, κανείς άλλος στο χωριό δεν είχε τέτοια τύχη. Μια μέρα, ο Ουίτσι έφερε στο σπίτι την ερωμένη του, με τα φανταχτερά της μπαούλα, γεμάτα από ακριβά μετάξια. Η μητέρα του γνώριζε τα σχέδιά του και είπε στη νύφη της να καθαρίσει το καινούργιο προσάρτημα του σπιτιού. Αλλά όταν άρχισε να σκουπίζει την καινούργια τραπεζαρία, που ήταν κατασκευασμένη από την παραδοσιακή ψάθα, ο Ουίτσι έτρεξε κατά πάνω της και την έβγαλε έξω με τις κλωτσιές : " Ζώον ! Πως τολμάς και μπαίνεις εδώ μέσα με τα κρυοπαγιασμένα πόδια σου ! ". Κι όταν η κατάπληκτη γυναίκα κλονίστηκε κι άρχισε να φωνάζει τον γιο της, που είχε φύγει πολύ καιρό πριν για την Κίνα, με το στρατό : " Μίι ! Μίι ! Σε ποιο μέτωπο νάσαι άραγε…; " η πεθερά της την έβγαλε έξω από το σπίτι : " Φύγε τρελή γυναίκα. Δεν μας χρησιμεύεις σε τίποτα πια ". Δεν χρησίμευε : Δεν είχαν πλέον ανάγκη το εισόδημα από τον αργαλειό.
Οι γυναίκες της γειτονιάς κατάλαβαν τι είχε γίνει. Κέρδισε τα χρυσά γαλόνια του κάνοντας βάρβαρα πράγματα στους Κορεάτες. " Πρέπει να έκανε πολύ βρόμικα πράγματα για να γίνει πλούσιος ". Όμως, τίποτα καλό δεν θάβγαινε από αυτό είπαν. Αλλά όταν είδαν τη γυναίκα του Ουϊτσι να θρηνεί και να βογκάει από τη στεναχώρια, δεν της έδειξαν ούτε συμπόνια ούτε τη συντρόφεψαν. Το βραδάκι, η ερωμένη του Ουίτσι κατέφτασε μαζί με την υπηρέτριά της πάνω σε μια δίτροχη άμαξα. Φορούσε κάλτσες από καθαρό λευκό μετάξι, άλλο ένα προϊόν των γιαπωνέζικων αργαλειών. Το μόνο που θυμόταν η γυναίκα του Ουϊτσι μετά απ' όλ' αυτά ήταν η κλεισμένη πόρτα του καινούργιου σπιτιού και τα γέλια που ερχόταν από μέσα.

Κάστρο στο Matsumoto

Έτσι έβαλε φωτιά στο σπίτι. Και τα γιαπωνέζικα σπίτια καίγονται γρήγορα, με φλόγα λαμπερή. Κανένα από τα μπαούλα και τα μεταξωτά κιμονό της γυναίκας δεν μπορούσε να σωθεί. Και πόσο χάρτινο χρήμα χάθηκε μαζί τους ; Mετά η γυναίκα του Ουϊτσι έπεσε στο βαθύ πηγάδι για να χαθεί από τον κόσμο τούτο, αλλά τη βρήκαν και την συνέφεραν. Δικάστηκε για εμπρησμό, κατηγορία που επιβαρύνθηκε από το γεγονός ότι με τη φωτιά είχε παραβιάσει τη γενική συσκότιση. Θα έπρεπε κανείς να είναι έτοιμος για να αντιμετωπίσει τα ανύπαρκτα κινεζικά βομβαρδιστικά. Καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση που μειώθηκαν σε οχτώ, γιατί λόγω των περιστάσεων της αναγνωρίσθηκαν ελαφρυντικά.
Κανείς δεν πήγε να την επισκεφθεί στην φυλακή. Καθόταν εκεί κουβαριασμένη μέσα στο κρύο και τον άνεμο και παρηγοριόταν με τραγούδια που μιλούσαν για βλαστάρια από ραβέντι που προβάλλουν μέσα απ' το χιόνι, εκείνα τα ίδια βλαστάρια που κάποτε είχε μαζέψει για τη μητέρα της, όταν ήταν μικρό παιδί κι η μητέρα της μέσα στην αρρώστια της έβρισκε ανακούφιση μ' αυτά. Ο γιος της ο Μίι της έγραψε μια φορά μόνο. Μια οικογένεια που φέρεται τόσο βάρβαρα στις γυναίκες της δεν καλλιεργεί στους άντρες την αρετή και την ευγνωμοσύνη. Η συγκρατούμενή της Γιαμασίρο ήταν αυτή που άκουσε την ιστορία της και την διέσωσε. Η ορφανή μητέρα και σύζυγος ήταν τότε πενήντα ετών.

Πηγή στοιχείων : David S. Landes, " Ο πλούτος κι η φτώχεια των εθνών ", Λιβάνης 2005 , " Τα μνημεία της UNESCO ", Τ. 29, Δομή 1999 κι η ιστοσελίδα που ήδη αναφέρθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: