Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

Η Παλινόρθωση του Μέίτζι - 3

Το άγαλμα του Βούδα Βαϊροτσάνα στην πόλη Νάρα
Τα μνημεία της UNESCO , Τ. 29, Δομή 1999
Οι βασικές προτεραιότητες ήταν τα συνήθη καθήκοντα μιας κυβέρνησης : η ίδρυση ταχυδρομικής υπηρεσίας, η υιοθέτηση ενός νέου χρονικού προτύπου ( με τις ίσες ώρες σε όλο το εικοσιτετράωρο και την υιοθέτηση του Γρηγοριανού ημερολογίου ), η δημόσια εκπαίδευση ( για τα αγόρια πρώτα και μετά για τα κορίτσια ), * η καθολική στρατιωτική θητεία.**
Τα δύο τελευταία μάλιστα προσδιόριζαν την νέα κοινωνία. Η γενικευμένη εκπαίδευση διέχεε τη γνώση. Γι' αυτό υπάρχουν τα σχολεία. Αλλά επίσης ενστάλαζε στους μαθητές την πειθαρχία, την υπακοή, την έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων τους, τον λατρευτικό σεβασμό ( λατρεία ) του αυτοκράτορα. Ήταν το κλειδί της ανάπτυξης μιας ιαπωνικής ταυτότητας του εμείς / αυτοί που υπερέβαινε την τοπικιστική αφοσίωση και τις διαχωριστικές γραμμές της κοινωνικής θέσης. Το ημερολόγιο του έθνους ομογενοποιήθηκε γύρω από τη λατρεία του τένο. Κάθε σχολείο είχε την εικόνα του αυτοκράτορα και σε κάθε εθνική αργία εκτελούνταν η ίδια τελετουργία μπροστά από αυτή την εικόνα, σε όλη τη χώρα, την ίδια ακριβώς ώρα.
Ο στρατός ( και το ναυτικό ) ολοκλήρωσαν αυτό το έργο. Κάτω από την ομοιότητα της στολής και της πειθαρχίας, η καθολική στρατιωτική θητεία εξανέμισε τις διακρίσεις της τάξης και του τόπου. Εξέθρεψε την εθνική υπερηφάνεια και εκδημοκράτισε τις βίαιες αρχές του ανδρισμού. Στην Ιαπωνία, αυτό σήμαινε γενίκευση του δικαιώματος να πολεμούν - ένα τέλος του μονοπωλίου των σαμουράι στα όπλα. Ο πόλεμος και η βία ήταν πάντα έργο των ελίτ, τα μέλη των οποίων ανταμειβόταν δεόντως με μισθούς. Πολλοί από εκείνους που ήταν ηλικιωμένοι για να έχουν εκπαιδευτεί από τα καινούρια δημόσια σχολεία έθεταν το ερώτημα γιατί περίμεναν από αυτούς να εμπλακούν σ' αυτή την ανοησία. Αλλά δεν ήταν αυτοί που θα αποτελούσαν τις μάχιμες δυνάμεις.
* Στην αρχή τέσσερα χρόνια το λιγότερο, έξι έτη μετά το 1907. Με δεδομένες τις δυσκολίες της ιαπωνικής γραφής, τρία ή τέσσερα χρόνια ήταν αναγκαία για να μεταδοθεί η αναγκαία εγγραμματοσύνη.
** Στην αρχή εξαιρέθηκαν οι έγγαμοι άντρες και οι μοναχογιοί. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν οι γάμοι σε νεαρή ηλικία.

Ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας Ακιχίτο
και η αυτοκράτειρα Μιτσίκο
Τα μνημεία της UNESCO , Τ. 29, Δομή 1999.
Η ανώτερη αρχή θεωρούσε τον στρατό των πολιτών ως προϋπόθεση της ισχύος και η ισχύς ήταν ο πρωταρχικός αντικειμενικός σκοπός - ισχύς για να είναι οι Ιάπωνες ελεύθεροι, ισχύς για να επαναδιαπραγματευτούν με τους Ευρωπαίους, ισχύς για να πιέσουν τους άλλους στην περιφέρειά τους με τον τρόπο που πίεζαν οι Ευρωπαίοι. Το Σεπτέμβριο του 1871, η νέα Ιαπωνία διαπραγματεύτηκε μια συνθήκη με την Κίνα. Η συνθήκη δεν εκχωρούσε στην Ιαπωνία προνόμια ετεροδικίας και εμπορικά παρόμοια με κείνα που είχαν παραχωρηθεί στις δυτικές δυνάμεις, αλλά υπογράφηκε μεταξύ ισότιμων μερών. Μια βαρυσήμαντη " πρωτιά ".
Η ανισότητα θ' ακολουθούσε. Έτσι το 1874, πραγματοποιήθηκε η εκστρατεία στη Φορμόζα ( Ταϊβάν ), η οποία επιβεβαίωσε την ιαπωνική ιεραρχία στα Νησιά Ριούκιου κι έθεσε τη βάση για να εγερθούν, αργότερα, αξιώσεις και για την ίδια τη Φορμόζα. Στη συνέχεια, το 1876, μια ναυτική εκστρατεία στην Κορέα εκμαίευσε την αναγνώριση εκ μέρους της Κίνας της ανεξαρτησίας της Κορέας. Αυτό το δηλητηριώδες δώρο, εξάλειψε τη δυνατότητα της Κορέας να προστατευτεί έναντι μιας ενδεχόμενης επίθεσης των Ιαπώνων, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως προνόμια εμπορικά κι ετεροδικίας στην Ιαπωνία που θα άνοιγαν την όρεξή της και θα οδηγούσαν στην επιδίωξη και άλλων. Η νέα Νιπόν, που φλεγόταν από ενεργητικότητα και δύναμη, αναγνώριζε ένα θύμα όταν το έβλεπε. Η μεγάλη Κίνα κειτόταν πληγωμένη και το ίδιο το εύρος των προηγούμενων αβάσιμων αξιώσεών της αποτελούσε πρόσκληση για επίθεση.
Νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 1873, το αυτοκρατορικό υπουργικό συμβούλιο είχε ήδη διαιρεθεί σε μια ομάδα που τασσόταν με την ειρήνη, η οποία ήθελε να συγκεντρώσει την προσοχή στον εκσυγχρονισμό και την ανοικοδόμηση στο εσωτερικό της χώρας, και σε μια ομάδα γερακιών που καλούσαν σε πόλεμο εναντίον της Κορέας. Πέντε από τους νέους ολιγαρχικούς παραιτήθηκαν, κορυφαίος ανάμεσά τους ήταν ο Σαϊγκό Τακαμόρι Σατσούμα, ένας από τους ηγέτες της ανατροπής του σογκουνάτου. Ωστόσο η υπόθεση δεν τελείωσε εκεί. Τώρα, αυτοί οι πρώην πολεμιστές, προβάλλοντας τις προσωπικές τους δυσαρέσκειες στην εθνική σκηνή, κραύγαζαν εναντίον της συνθήκης της Ιαπωνίας - Κίνας - Κορέας του 1876, παρ' όλο που ήταν πλεονεκτική για την Ιαπωνία. Προτιμούσαν να είχαν παραμείνει οι Ιαπωνικές δυνάμεις στην Κορέα, εκπληρώνοντας ένα παλιό όνειρο, το όνειρο της κατάκτησης εδάφους στην ασιατική ήπειρο.
Η απογοήτευσή τους επιδεινώθηκε από δύο πράξεις επίθεσης εναντίον της τάξης των σαμουράι. Πρώτον, οι παραδοσιακοί μισθοί, που τώρα είχαν μετατραπεί σε συντάξεις, αντικαταστάθηκαν από εφάπαξ πληρωμή σε ισοδύναμο κεφάλαιο. Οι σαμουράι πήραν κρατικά ομόλογα αντί των ετησίων εσόδων και η αξία των εγγράφων αυτών ήταν όμηρος της νομισματικής πολιτικής και της αξίας του γιέν. Αυτό συνέβη λίγο πριν ο πληθωρισμός αναγκάσει τους σαμουράι να δουλέψουν για να προσπορίζονται τα προς το ζην. Μερικοί από αυτούς άρχισαν να δουλεύουν , κι όντως έπραξαν σωστά . Άλλοι βυθίσθηκαν στην ένδεια κι αυτή εξέθρεψε τα παράπονά τους. Άλλοι προσπάθησαν να εξαργυρώσουν την υπερηφάνεια και την πάλαι ποτέ κοινωνική τους θέση με καλές θέσεις εργασίας και καλούς γάμους. Αυτό κάνουν παντού και πάντα οι στερημένες των προνομίων τους αριστοκρατίες. Μετατρέπουν το γαλάζιο τους αίμα, την αριστοκρατική τους καταγωγή και τους καλούς τους τρόπους σε χρήμα.
Το δεύτερο μέτρο ήταν ακόμη πιο οδυνηρό ως προς τον συμβολισμό του. Απαγορεύτηκε να περιδιαβαίνουν εδώ κι εκεί οι πρώην σαμουράι με τα δυο τους σπαθιά. Αυτά τα όπλα έκαναν τους απλούς ανθρώπους να τρέμουν για τη ζωή τους. Πολλοί ακόμη έτρεμαν εξαιτίας της δύναμης της συνήθειας, αλλά πια ακόμη και οι χωρικοί μπορούσαν να έχουν πυροβόλο όπλο. Εν τω μεταξύ, κρατικοί παράγοντες και πολιτικοί ανταγωνιζόταν στο να χαιρετίζουν τον εκδυτικισμό. Περιφέρονταν με την επίσημη δυτική ενδυμασία που ήταν πιο κατάλληλη για ένα γάμο στο Παρίσι παρά για καθημερινή εργασία στο Τόκιο. Φορούσαν ανόητα ψηλά καπέλα πάνω στα κουρεμένα τους κεφάλια. Κρατούσαν ομπρέλες με ήλιο και βροχή. Κυκλοφορούσαν με άμαξες. Κάθονταν σε καρέκλες γύρω από τραπέζια. Συναντιόταν σε νεόχτιστα πέτρινα οικοδομήματα που αποτελούσαν μια αποδοκιμασία των κατασκευασμένων από χαρτί και ξύλο οικημάτων της ιαπωνικής παράδοσης*.
* Αυτά τα σύμβολα είχαν τεράστια σημασία σε μια κοινωνία που είχε καλλιεργήσει συστηματικά την αντίληψη ότι οι ιδιομορφίες της ισοδυναμούσαν με αρετές.

Η πενταόροφη παγόδα στο μοναστηριακό συγκρότημα του Ναού του Ανώτερου Νόμου ( 739 μ.Χ. ) στην περιοχή Χοριού - τζι του νησιού Χονσού, συμβολίζει τα πέντε στοιχεία της κοσμογονίας της βουδιστικής διδασκαλίας. Μαζί με την κεντρική αίθουσα και την κεντρική πύλη του συγκροτήματος, αποτελούν, ίσως, τα αρχαιότερα ξύλινα κτίρια του κόσμου.
Τα μνημεία της UNESCO , Τ. 29, Δομή 1999
Τα εχθρικά αισθήματα των σαμουράι εκδηλώθηκαν με πολιτικές δολοφονίες. Η πιο θεαματική ήταν η δολοφονία του Όκουμπο Τοσιμίτσι, τον Μάιο του 1878, που ήταν υπουργός Εσωτερικών και κύριος αναμορφωτής της νέας Ιαπωνίας, καθώς μετέβαινε με την ξενόφερτη ιππήλατη άμαξά του και με δυτικά εμβλήματα σε μια συνεδρίαση του Συμβουλίου του κράτους στο ανάκτορο Ακασάκα στο Τόκιο.* Οι έξη δολοφόνοι, πέντε εξ αυτών ήταν πρώην σαμουράι, υπεραμύνθηκαν της ενέργειάς τους καταγγέλλοντας τη σπατάλη πολύτιμων κεφαλαίων σε οικονομικώς ασήμαντα πράγματα, ενώ οι πολεμιστές υπέφεραν από ένδεια. Αλλά επίσης ρόλο έπαιξε κι ο συμβολισμός. Πολλά χρόνια αργότερα, η σύζυγος του Βέλγου πρέσβη, που κατοικούσε τότε στο οίκημα που παλιά ήταν η κατοικία του Τοσιμίτσι, έγραψε στο ημερολόγιό της : " Μου είπαν ότι ένας από τους λόγους της απέχθειας του κοινού ( προς τον Όκουμπο ) και παρεμπιπτόντως η αιτία της πολιτικής ( του ) δολοφονίας ήταν… η κατασκευή αυτού εδώ του ευρωπαϊκού σπιτιού ".
Οι δολοφονίες επέφεραν ελάχιστες αλλαγές. Το ίδιο και οι εξεγέρσεις . Το παλιό συγκρούστηκε με το καινούργιο - και το παλιό ηττήθηκε.

Ταυτόχρονα, το κράτος και η κοινωνία ασχολούνταν με την οργάνωση των επιχειρήσεων : Πως θα κατασκευαζόταν τα αντικείμενα με μηχανές. Πως θα παράγονται περισσότερα χωρίς μηχανές. Πως θα ανταγωνιστούν τους ξένους παραγωγούς. Καθόλου εύκολη υπόθεση. Τα ευρωπαϊκά βιομηχανικά έθνη είχαν χρειαστεί έναν αιώνα. Η Ιαπωνία έπρεπε να βιαστεί.
Κατ' αρχήν, η χώρα ανέπτυξε εκείνους τους βιομηχανικούς κλάδους που ήταν οικείοι και ήδη είχαν αλλάξει πριν την παλινόρθωση του Μέϊτζι, ιδίως τους κλάδους της μεταξουργίας και της βαμβακουργίας, αλλά επίσης την επεξεργασία ειδών διατροφής πρώτης ανάγκης που ήταν απρόσβλητοι έναντι της μίμησης των ξένων : σακέ ( ποτό από ρύζι ), μίζο * και σάλτσα σόγιας. Από το 1877 μέχρι το 1900 - κατά την πρώτη γενιά της εκβιομηχάνισης - στα τρόφιμα αναλογούσε το 40% της οικονομικής μεγένθυσης, στην κλωστοϋφαντουργία το 35% . Εν ολίγοις, οι Ιάπωνες ακολούθησαν την πολιτική του συγκριτικού πλεονεκτήματος κι όχι τον χιμαιρικό στόχο της βαριάς βιομηχανίας.
Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις ήταν μικρής κλίμακας : Βαμβακουργίες των δύο χιλιάδων αδραχτιών ( συγκρίνετε με τις ευρωπαϊκές που αριθμούσαν άνω των δέκα χιλιάδων ). Ξύλινες κλωστικές μηχανές που κινούνταν με τη δύναμη του νερού, οι οποίες βρίσκονταν γενεές πίσω από την Ευρωπαϊκή τεχνολογία. Ανθρακωρυχεία των οποίων οι βαθιές φλέβες και τα καλάθια που σύρονταν χειρωνακτικά θα έκαναν τα επαίσχυντα φρέατα των αγγλικών ορυχείων της πρώιμης εποχής να μοιάζουν με περίπατο.
Η συνήθης εξήγηση των οικονομολόγων για την αντιστροφή του προτύπου του καθυστερημένου - μιμητή ( αυτός που καθυστερεί αναπτύσσει μεγάλες και πλήρως σύγχρονες βιομηχανίες ) είναι η έλλειψη κεφαλαίου : ελάχιστοι προσωπικοί πόροι, μη επενδυτικές τράπεζες. Στην πραγματικότητα όμως, μερικοί Ιάπωνες έμποροι είχαν συσσωρεύσει μεγάλες περιουσίες και το κράτος ήταν πρόθυμο να δημιουργήσει και να επιδοτήσει τις βιομηχανίες. Όπως και έκανε άλλωστε. Αλλά η μακροχρόνια προσπάθεια για την επίτευξη του ίσου επιπέδου ανάπτυξης δεν χρειαζόταν τόσο χρήματα όσο ανθρώπους. Ανθρώπους με φαντασία και πρωτοβουλία, ανθρώπους που θα κατανοούσαν τις οικονομίες κλίμακας, που δεν θα γνώριζαν μόνο τις παραγωγικές μεθόδους και τις μηχανές, αλλά επίσης τον τρόπο οργάνωσης και ότι σήμερα αποκαλούμε λογισμικό. Το κεφάλαιο έπεται και η παροχή του αυξάνεται αναλόγως.
Εκείνες οι πρώτες δεκαετίες κατά τις οποίες οι Ιάπωνες πειραματίζονταν στα τυφλά είδαν πολλές αποτυχίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1880, η κυβέρνηση πούλησε τα εργοστάσιά της στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτή η απόφαση της προσέδωσε μεγάλη αξιοπιστία : Οι γραφειοκράτες σπανίως αναγνωρίζουν τα λάθη ή εκχωρούν εξουσία. Τα κρατικά εργοστάσια παραχωρήθηκαν με ευνοϊκούς όρους, συνήθως σε φίλους και ημετέρους - δεν ήταν η καλύτερη των ρυθμίσεων, αλλά στην πράξη επιδότησε τους επιχειρηματίες κι επέτρεψε να γίνει μια καινούργια αρχή. Περίπου την ίδια εποχή, οι έμποροι του βαμβακιού στράφηκαν από το χειρωνακτικό κλώσιμο στο κλώσιμο με μηχανές. ***
Ανάμεσα στο 1886 και το 1894, δημιουργήθηκαν τριάντα τρία νέα εργοστάσια, τα μισά και πλέον στην περιοχή της Οσάκα. Και από το 1886 έως το 1897, η συνολική αξία του παραχθέντος νήματος δεκατετραπλασιάστηκε, από 12 εκατομμύρια σε 176 εκατομμύρια γιέν. Το 1899, τα ιαπωνικά εργοστάσια παρήγαγαν περίπου 355 εκατομμύρια λίβρες νήματος. Το 1913, παρήγαγαν 672 εκατομμύρια λίβρες. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθούν οι εισαγωγές και να κάνουν τόπο στις εξαγωγές. Στα 1886, περίπου το 62% του νήματος που καταναλωνόταν στην Ιαπωνία ερχόταν από το εξωτερικό. Το 1902, οι παραγωγές νήματος ήταν σχεδόν μηδενικές. Το 1913, το ένα τέταρτο των παγκόσμιων εξαγωγών νήματος είχαν προέλευση την Ιαπωνία. Και η Ιαπωνία, μαζί με την Ινδία αλλά ακόμη περισσότερο, είχε καταστεί πλέον η μεγάλη απειλή της Βρετανίας στις τρίτες αγορές.
* Ο υπουργός εξωτερικών δεν ασχολούνταν μόνο με την αστυνόμευση και τη δημόσια τάξη, αλλά και με την οικονομική ανάπτυξη, εργαζόμενος μέσω της Υπηρεσίας για την προώθηση της βιομηχανίας.
** μια πάστα σε κύβους, που παράγεται από σόγια και δημητριακά.
*** Και όμως το χειρωνακτικό κλώσιμο επέζησε στην Ιαπωνία επί μακρύτερο χρονικό διάστημα απ' ότι οπουδήποτε αλλού. Ένας λόγος ήταν η φιλεργία κι η υπομονή των Γιαπωνέζων γυναικών. Ένας άλλος ήταν η εφεύρεση της κλώσης με σωλήνα από ένα σιντοϊστή ιερέα, το 1876.

Η παραγωγή αυτού του πρωτόγονου κλάδου συνέχισε ν' αναπτύσσεται μέχρι την δεκαετία του 1930, εν μέρει λόγω του χαμηλού κόστους κεφαλαίου και των χαμηλών μισθών, εν μέρει λόγω της κατασκευής χοντρού νήματος που χρησιμοποιούνταν στα χαλιά, τις κουβέρτες τις φανέλες, τις σόλες και άλλα τέτοια παρόμοια αντικείμενα.
Όμως, άλλο είναι το κλώσιμο και η ύφανση του βαμβακιού κι εντελώς διαφορετικό να παράγει κανείς τις μηχανές που χρειάζονται γι' αυτή τη δουλειά. Όπως μας έχουν δείξει οι πρόωρες επιδόσεις της Καταλονίας, τις Αιγύπτου και της Βραζιλίας, το κλώσιμο του βαμβακιού ήταν μια σχετικά εύκολη δίοδος προς τη σύγχρονη βιομηχανία. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ν' αγοράσει κανείς τις κατάλληλες μηχανές, συνήθως από κάποιο Βρετανό κατασκευαστή, ο οποίος στη συνέχεια θα έστελνε τεχνικούς για να τις θέσουν σε λειτουργία κι αν υπήρχε ανάγκη να τις χειρίζονται κιόλας. Στη συνέχεια, αυτά τα εργοστάσια προμήθευαν με το νήμα τους υφαντές των χειρωνακτικών αργαλειών και πάνω κάτω το έργο είχε ολοκληρωθεί . Έτσι είχε κάποιος μια απατηλή μίμηση της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Αρκετά νωρίς, οι Ιάπωνες αποφάσισαν να προχωρήσουν πέρα από τα καταναλωτικά αγαθά. Εάν επρόκειτο να έχουν μια σύγχρονη οικονομία, έπρεπε να γίνουν δεξιοτέχνες στο δύσκολο έργο : την κατασκευή μηχανημάτων και μηχανών, πλοίων και ατμομηχανών, σιδηροτροχιών, λιμανιών και ναυπηγείων. Η κυβέρνηση έπαιξε κρίσιμο ρόλο, χρηματοδοτώντας τις αποστολές στο εξωτερικό, φέρνοντας ξένους τεχνικούς στη χώρα, οικοδομώντας εγκαταστάσεις κι επιδοτώντας εμπορικά εγχειρήματα. Αλλά σημαντικότερο ρόλο επιτέλεσε το ταλέντο κι η αποφασιστικότητα των Ιαπώνων πατριωτών που ήλθαν πρόθυμοι να αλλάξουν τις επαγγελματικές τους σταδιοδρομίες για να αφιερωθούν στον εθνικό σκοπό. Και φυσικά η ποιότητα της εργασίας των Ιαπώνων εργατών, ιδίως των τεχνιτών, οι ικανότητες των οποίων είχαν ακονιστεί κι η συμπεριφορά τους είχε διαμορφωθεί με την ομαδική εργασία και την εποπτεία στα βιοτεχνικά εργαστήρια.
Αυτή η κληρονομιά μετατράπηκε σε ταχύτατη εκμάθηση. Η υδραυλική ενέργεια προς βιομηχανική χρήση δεν είχε εισαχθεί πριν τα τελευταία χρόνια της περιόδου των Τοκουγκάβα, όταν οι Ιάπωνες την αξιοποίησαν κυρίως στην κλωστοϋφαντουργία. Ωστόσο, η υδραυλική ενέργεια δεν συνέβαλε τόσο πολύ όσο στην ευρωπαϊκή και αμερικανική βιομηχανία, διότι οι Ιάπωνες είχαν ήδη περάσει αυτή τη φάση. Ήταν πλέον διαθέσιμη η τεχνολογία του ατμού, με τον ηλεκτρισμό να την ακολουθεί κατά πόδας.
Η ηλεκτρική ενέργεια ήταν κατάλληλη ιδίως για την ελαφρά βιομηχανία και τα μικρά και διάσπαρτα εργαστήρια. Καμία άλλη μορφή ενέργειας δεν απέδιδε τόσο μικρές ποσότητες όσο αυτές που ήταν αναγκαίες. Βεβαίως, ο ηλεκτρισμός απαιτούσε παραγωγή και διανομή μεγάλης κλίμακας. Στις μεν αστικές περιοχές δεν υπήρξε ιδιαίτερο πρόβλημα. Στα απομακρυσμένα διαμερίσματα της υπαίθρου, όπου δεν έφτανε το ηλεκτρικό δίκτυο, οι μηχανές εσωτερικής καύσης επαρκούσαν.

Στη συνέχεια η Ιαπωνία κινήθηκε προς την δεύτερη βιομηχανική επανάσταση με τη ζωηρότητα που υπαγόρευε η απειρία της, παράγοντας και χρησιμοποιώντας ηλεκτρισμό σχεδόν πριν χρησιμοποιήσει ατμό.
Λυχνίες βολταϊκού τόξου άναψαν για πρώτη φορά στην Ιαπωνία το 1878. Συμμέτοχος σ' αυτό το πείραμα ήταν κάποιος Ιτσισούκε Φουτζιόκα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κόμπε, μια σχολή μηχανικών που είχε ιδρυθεί το 1877 κι αργότερα συγχωνεύτηκε με το Πανεπιστήμιο του Τόκιο. Από αυτό το μίγμα μελέτης και πρακτικής εφαρμογής, ο Φουτζιόκα διαπίστωσε την ανάγκη ενός κεντρικού ηλεκτρικού σταθμού κι επιδίωξε τη στήριξη από ιδιώτες. Όταν οι πρώτοι επιχειρηματίες τους οποίους πλησίασε αρνήθηκαν, πήγε σ' ένα υψηλόβαθμο κρατικό αξιωματούχο που καταγόταν από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο αξιωματούχος τον έφερε σε επαφή μ' έναν κεφαλαιούχο που επένδυε με ρίσκο και οι δύο αυτοί συνέστησαν μια κοινοπραξία περίπου εξήντα έξι επενδυτών - παλιών αριστοκρατών, επιχειρηματιών με επίσημες διασυνδέσεις και πλούσιων επαρχιωτών εμπόρων.
Έτσι γεννήθηκε η Εταιρεία Ηλεκτροφωτισμού του Τόκιο ( TELC ) . Στην αρχή, η εταιρεία οικοδόμησε μικρές εγκαταστάσεις παραγωγής και φωτισμού για εργοστάσια, επιχειρηματικές φίρμες και ναυπηγεία. Αρχίζοντας από το 1887, προχώρησε στη διανομή ηλεκτρικού ρεύματος στο ευρύτερο κοινό. Το ίδιο έτος παρόμοιες εταιρείες ιδρύθηκαν στο Κόμπε, στο Κιότο και στην Οσάκα. Δυο χρόνια αργότερα, στη Ναγκόγια και στη Γιοκοχάμα - τριάντα τρεις εταιρείες συνολικά το 1896. Το 1920, οι πρώτοι ηλεκτρικοί κινητήρες προμήθευαν το 52,3% του ενεργειακού δυναμικού της ιαπωνικής μεταποιητικής βιομηχανίας. Το συγκρίσιμο στοιχείο για την Αμερική ήταν 31,6% το 1919 το οποίο έφτασε στο 53% το 1929. Στη Βρετανία σημειωνόταν ακόμη βραδύτεροι ρυθμοί, μ' ένα 28,3% το 1924.
Συνεπώς, όσον αφορά την ενέργεια και τον εξηλεκτρισμό, η Ιαπωνία επιβεβαιώνει το πρότυπο της επιτάχυνσης ώστε να προλάβει κανείς τον προηγηθέντα στην κούρσα της οικονομικής ανάπτυξης. Η καθυστέρηση έχει και τις ανταμοιβές της.
Πηγή στοιχείων : David S. Landes, " Ο πλούτος κι η φτώχεια των εθνών ", Λιβάνης 2005 , " Τα μνημεία της UNESCO ", Τ. 29, Δομή 1999 κι οι ιστοσελίδες που ήδη αναφέρθηκαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: